- επίδρομος
- ο (AM ἐπίδρομος, -ον)το αρσ. ως ουσ. το τραπεζοειδούς σχήματος τελευταίο ιστίο στην πρύμνη σκάφουςαρχ.1. εκτεθειμένος σε επιδρομές, ευάλωτος («ἔνθα μάλιστα ἄμβατός ἐστι πόλις και ἐπίδρομον ἔπλετο τεῑχος»)2. εκτεθειμένος στον άνεμο («ἐπίδρομον Ζεφύροισι»)3. (για έλκος) αυτός που εξαπλώνεται, που επεκτείνεται4. εσπευσμένος, απερίσκεπτος («ἐπίδρομος ὅρκος, γνώμη»)5. επικείμενος, απειλητικός («...ἐναγέα τέλεα... ἐπίδρομα»)6. το αρσ. ως ουσ. το επάνω σχοινί τού κυνηγετικού διχτιού.
Dictionary of Greek. 2013.