επίδρομος

επίδρομος
ο (AM ἐπίδρομος, -ον)
το αρσ. ως ουσ. το τραπεζοειδούς σχήματος τελευταίο ιστίο στην πρύμνη σκάφους
αρχ.
1. εκτεθειμένος σε επιδρομές, ευάλωτος («ἔνθα μάλιστα ἄμβατός ἐστι πόλις και ἐπίδρομον ἔπλετο τεῑχος»)
2. εκτεθειμένος στον άνεμο («ἐπίδρομον Ζεφύροισι»)
3. (για έλκος) αυτός που εξαπλώνεται, που επεκτείνεται
4. εσπευσμένος, απερίσκεπτος («ἐπίδρομος ὅρκος, γνώμη»)
5. επικείμενος, απειλητικός («...ἐναγέα τέλεα... ἐπίδρομα»)
6. το αρσ. ως ουσ. το επάνω σχοινί τού κυνηγετικού διχτιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπίδρομος — that may be overrun masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίδρομον — ἐπίδρομος that may be overrun masc/fem acc sg ἐπίδρομος that may be overrun neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδρόμοις — ἐπίδρομος that may be overrun masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδρόμους — ἐπίδρομος that may be overrun masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδρόμων — ἐπίδρομος that may be overrun masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδρόμῳ — ἐπίδρομος that may be overrun masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίδρομα — ἐπίδρομος that may be overrun neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίδρομοι — ἐπίδρομος that may be overrun masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάρτι ή ιστός — Μεγάλο κυλινδρικό δοκάρι, κάθετο στον επιμήκη άξονα του πλοίου, όπου αναρτώνται οι κεραίες που στηρίζουν τα πανιά. Επινοήθηκε, όταν κατέστη δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ο άνεμος ως κινητήρια δύναμη. Το κ., και γενικά η αρματωσιά (εξαρτία) των πλοίων …   Dictionary of Greek

  • ἐπίδρομ' — ἐπίδρομα , ἐπίδρομος that may be overrun neut nom/voc/acc pl ἐπίδρομε , ἐπίδρομος that may be overrun masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”